άλειωτος — η, ο [λειώνω] 1. αυτός που δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, να διαλυθεί (σε υγρό, με τη θερμότητα κ.λπ.) 2. αυτός που δεν έχασε ή δεν μπορεί να χάσει τη συνεκτικότητα του ύστερα από πίεση, σύνθλιψη κ.λπ. 3. (για ρούχα, παπούτσια, σκεύη κ.λπ.) … Dictionary of Greek
άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… … Dictionary of Greek
ανάλυτος — η, ο (Α ἀνάλυτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτος αρχ. αυτός. που μπορεί να αναλυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ.… … Dictionary of Greek
αρρευστοποίητος — η, ο και ος, ον 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί, να λειώσει 2. (για ακίνητα) εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρευστοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αχώνευτος — η, ο (AM ἀχώνευτος, ον) εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι μσν. νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι νεοελλ. 1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος 2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει… … Dictionary of Greek
καταψήχω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω, ψηλαφώ («πριστοῡ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας», Λουκιαν.) 2. κατατρίβω κάτι, συντρίβω σε γουδί 3. φθείρω, καταστρέφω («χρόνος πάντα καταψήχει», Σιμων.) 4. παθ. καταψήχομαι κατακερματίζομαι, συντρίβομαι σε… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
λύσιμος — λύσιμος, ον (Α) [λύω] 1. ικανός να λύνει 2. ικανός να ανακουφίζει 3. αυτός που μπορεί να τόν εξαγοράσει κάποιος 4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί 5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων… … Dictionary of Greek
ξεπλένω — και ξεπλύνω 1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα 2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια») 3. καθυβρίζω 4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.) 5. μέσ. ξεπλένομαι και… … Dictionary of Greek
τηκτός — ή, ό / τηκτός, ή, όν, ΝΜΑ [τήκω] αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔ γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.) αρχ. 1. αυτός που έχει τηχθεί,… … Dictionary of Greek